- φοινικογράφος
- φοινῑκο-γράφος [pron. full] [ᾰ], ὁ, title of official at Mytilene, IG12(2).96, 97.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικογράφος — ὁ, Α (στη Μυτιλήνη) τίτλος αξιωματούχου που χρησιμοποιούσε ως γραφική ύλη κόκκινη μελάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τίτλος αξιωματούχου στη Μυτιλήνη τού οποίου τα καθήκοντα δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με βεβαιότητα, με αποτέλεσμα και η ετυμολ. τού τ. να… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek